βενζιναντλία

βενζιναντλία
η
συσκευή μέσω της οποίας τα πρατήρια βενζίνης μεταφέρουν βενζίνη από τους χώρους αποθήκευσης στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων: Οι βενζιναντλίες των βενζινάδικων πρέπει να συντηρούνται τακτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βενζιναντλία — η αντλητική συσκευή ή εγκατάσταση για την εναποθήκευση και την παροχή βενζίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”